- δαιμονομαντεία
- ημαντεία που γίνεται με τη βοήθεια ή την επίκληση τών δαιμόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + μαντεία. Η λ. μαρτυρείται το 1889 από το Νικ. Κοντόπουλο στο Ελληνογαλλικόν Αεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek